Ένα βράδυ κουβέντιαζαν ο παππούς
και ο εγγονός του για τη σύγχρονη ζωή.
Ξαφνικά ο εγγονός ρωτάει τον
παππού του : «Παππού, πόσο χρονών είσαι;»
Ο παππούς απαντάει: «Άσε με λίγο
να το σκεφτώ…» και συνεχίζει αμέσως.
«Γεννήθηκα πριν εμφανιστεί η τηλεόραση,
το φωτοαντιγραφικό, οι φακοί επαφής και τα αντισυλληπτικά χάπια.
Δεν υπήρχαν τα αστυνομικά ραντάρ,
οι πιστωτικές κάρτες και οι ακτίνες λέιζερ.
Ακόμη δεν είχε εφευρεθεί ο
κλιματισμός, τα αυτόματα πλυντήρια και στεγνωτήρια, τα ρούχα τα έπλεναν τότε
απλά στο χέρι και τα κρεμούσαν έξω στον καθαρό αέρα για να στεγνώσουν.
Ο άνθρωπος ακόμη δεν είχε πατήσει
στο φεγγάρι, δεν υπήρχαν τα αεριωθούμενα αεροπλάνα.
Παντρεύτηκα τη γιαγιά σου και μέναμε
μαζί, σε κάθε οικογένεια υπήρχε η μητέρα και ο πατέρας. Η λέξη «gay» ήταν μια σεβαστή αγγλική
λέξη, η οποία χαρακτήριζε κάποιον εύθυμο, πρόσχαρο, ικανοποιημένο άντρα και όχι
έναν ομοφυλόφιλο.
Για τις λεσβίες δεν είχαμε ακούσει
τίποτα και οι άντρες δεν φορούσαν σκουλαρίκια.
Γεννήθηκα πριν από τους υπολογιστές,
τις παράλληλες σπουδές και τις ομαδικές θεραπείες.
Οι άνθρωποι δεν πήγαιναν να κάνουν
προληπτικές εξετάσεις, ο γιατρός τους έστελνε να κάνουν ανάλυση ούρων και αίματος
ανάλογα.
Μέχρι να γίνω 25 ετών προσφωνούσα
τον κάθε άντρα «Κύριε» και κάθε γυναίκα «Κυρία» ή «Δεσποινίς».
Εάν εκείνους τους καιρούς κάποια
γυναίκα ανέβαινε στο τραμ ή το λεωφορείο τότε όλα τα παιδιά και οι νέοι της παραχωρούσαν
τη θέση τους.
Εάν ήταν έγκυος τη συνόδευαν μέχρι
το κάθισμά της και εάν χρειαζόταν πήγαιναν να της αγοράσουν εισιτήριο και της το
έφερναν.
Οι άνδρες περπατούσαν στην άκρη του
πεζοδρομίου, οι γυναίκες κοντά στα κτίρια. Στις σκάλες οι άντρες παραχωρούσαν στις
γυναίκες την πλευρά με τον χειρολισθήρα, στο ασανσέρ πάντα έμπαιναν πρώτες και
οι άντρες πάντα τους κρατούσαν την καρέκλα για να καθίσουν.
Οι άντρες ποτέ δεν χαιρετούσαν
μια γυναίκα εάν προηγουμένως δεν σηκώνονταν από το κάθισμά τους.
Στο τραπέζι σηκώνονταν κάθε φορά
που σηκωνόταν η γυναίκα ακόμα και αν αυτό ήταν για μια στιγμή και μόνο.
Οι άνδρες άνοιγαν στις γυναίκες τις
πόρτες των αυτοκινήτων και άλλες πόρτες και τις βοηθούσαν να βγάλουν το παλτό τους.
Στους καιρούς εκείνους η παρθενιά
δεν προκαλούσε καρκίνο και τέτοιες κοπέλες ήταν για τις οικογένειές τους τιμή
και για τον σύζυγο καμάρι.
Τη ζωή μας την καθόριζε η τήρηση
του Δεκαλόγου, η ψύχραιμη σκέψη, ο σεβασμός προς τους μεγαλύτερους, η τήρηση
των νόμων, την γέμιζε καρποφόρα συμβίωση με τους δίπλα μας και η υπεύθυνη
ελευθερία.
Μας δίδασκαν να ξεχωρίζουμε το
καλό και το κακό και την αίσθηση ευθύνης για τις πράξεις μας και τις συνέπειές των.
Το fast food νομίζαμε
ότι προορίζεται για αυτούς που βιάζονται.
Σοβαρή σχέση σήμαινε ότι είχαμε
καλές σχέσεις με τα αδέλφια μας και τους άλλους κοντινούς και πιο μακρινούς συγγενείς
και φίλους.
«Time sharing» σήμαινε πως η οικογένεια
πάει για διακοπές με άλλη ή άλλες γνωστές οικογένειες, όχι το να μοιράζεται τον
χώρο με ξένους.
Δεν γνωρίζαμε ασύρματα τηλέφωνα,
ούτε τα κινητά.
Δεν ακούγαμε στερεοφωνικές
ηχογραφήσεις, ραδιόφωνο FM,
κασέτες, CD, DVD και
δεν είχαμε ηλεκτρονικές γραφομηχανές, υπολογιστές, notebook. Το notebook σήμαινε
σημειωματάριο για μας.
Τα ρολόγια τα κουρδίζαμε κάθε μέρα.
Δεν υπήρχε τίποτα ψηφιακό, ούτε τα ρολόγια ούτε άλλες οικιακές συσκευές δεν είχαν
φωτεινές οθόνες.
Και αφού μιλάμε για συσκευές, δεν
υπήρχαν ούτε ΑΤΜ, φούρνοι μικροκυμάτων, ξυπνητήρια με ραδιόφωνο. Ούτε λόγος για
βίντεο και βιντεοκάμερες.
Δεν υπήρχαν ψηφιακές αλλά ούτε οι
έγχρωμες φωτογραφίες, μόνο ασπρόμαυρες και για την εμφάνισή τους έπρεπε να
περιμένεις τουλάχιστον τρις μέρες.
Εάν σε κάποιο προϊόν έγραφε «Made in Japan» ξέραμε ότι θα είναι
κακής ποιότητας και πράγματα με την ένδειξη «Made in Korea», «Made in China»
ή Ταιβάν δεν υπήρχαν καν.
Δεν γνωρίζαμε τη Domino Pizza και
τα McDonalds ή κάτι για τα ιντερνέτ καφέ.
Στα καταστήματα μπορούσες να αγοράσεις
πράγματα με 5 ή 10 δραχμές. Το παγωτό, το εισιτήριο ή αναψυκτικό κόστιζαν 10
δραχμές. Ένα καινούργιο αυτοκίνητο στοίχιζε με σημερινά χρήματα 3000 ευρώ, αλλά
ποιος είχε τότε τόσα χρήματα;
Στα νιάτα μου το χόρτο ήταν κάτι
που το θερίζουν και όχι να το καπνίζουν.
Ήμασταν μάλλον οι τελευταίοι που πιστεύαμε
πως η γυναίκα χρειάζεται τον άντρα για να κάνει παιδί.
Λοιπόν. Και τώρα πες μου πόσο
χρονών νομίζεις ότι είμαι;»
«Ωχ παππού… πάνω από 200!» απάντησε
ο εγγονός.
«Όχι μανάρι μου», απάντησε ο
παππούς «μόνο εβδομήντα!»